- παρτομίς
- -ίδος, ἡ, Α(κατά τον Ησύχ.) μικρό βιβλίο.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + τόμος + κατάλ. -ίς, -ίδος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρτομίς — small book fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)